εντολέας — ο (Μ ἐντολεύς) νεοελλ. αυτός που δίνει κάποια εντολή, ο εντολοδότης μσν. 1. ο πληρεξούσιος 2. (μετων.) η εντολή … Dictionary of Greek
εντολή — Σύμβαση, που ρυθμίζει κυρίως ο Αστικός Κώδικας αλλά αναπτύσσεται ιδιότυπα στο εμπορικό δίκαιο (εμπορικός αντιπρόσωπος). Ο χαρακτήρας της είναι προσωπικός και εμπιστευτικός. Ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να διεξάγει την υπόθεση που του αναθέτει ο… … Dictionary of Greek
εντολοδότης — ο (θηλ. εντολοδότις) εντολέας … Dictionary of Greek
εντολή — η 1. προσταγή, διαταγή, παραγγελία. 2. (εκκλησ.), η παραγγελία από το Θεό: Οι δέκα εντολές. 3. εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα, δικαιοδοσία: Υπογράφει τα έγγραφα με εντολή του νομάρχη. 4. (νομ.), σύμβαση, με την οποία ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εντολοδότης — ο θηλ. ότρια 1. αυτός που δίνει εντολή, ο εντολέας. 2. (νομ.), αυτός που με δικαστική πράξη αναθέτει σε κάποιον (τον εντολοδόχο) την εκτέλεση πράξης ή πράξεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)